- ἐπισυρμός
- ἐπισυρμόςlazinessmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισυρμός — ἐπισυρμός, ὁ (Α) [επισύρω] 1. αμέλεια, οκνηρία («εἰς ἐπισυρμὸν καὶ λήθην ἄγοιεν», Πολ.) 2. σαρκαστική διάθεση … Dictionary of Greek
ἐπισυρμοῦ — ἐπισυρμός laziness masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισυρμόν — ἐπισυρμός laziness masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)